Η ζωή του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από πολλαπλές, σύνθετες, σύντομες και πιο μεγάλες σε διάρκεια, επώδυνες ή και ευχάριστες μεταβάσεις: η μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία και μετά στην ενηλικίωση, μία μετακόμιση, μία αποφοίτηση, ένας γάμος, ένας χωρισμός, ένας θάνατος. Πολλές μεταβάσεις δυσκολεύουν τους θεραπευόμενους και οδηγούνται στην αναζήτηση υποστήριξης και συμβουλευτικής. Συνήθως είναι περιπτώσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονη δυσκολία διαχείρισης και αυτή η μετάβαση από το παλιό στο καινούριο, από το τότε στο τώρα, από το «με» στο «χωρίς» ενδέχεται να βιώνεται από το άτομο ως μία απώλεια, ένα καινούριο κεφάλαιο σε ένα βιβλίο συνεχόμενων προκλήσεων και μεταβολών.

Υπάρχουν βέβαια όπως έχει υποστηριχθεί λίγα πλήγματα για το ανθρώπινο πνεύμα τόσο φοβερά όσο η απώλεια κάποιου κοντινού και αγαπημένου προσώπου.  Οι αντιδράσεις των ανθρώπων ως προς τις μεταβάσεις/ απώλειες που προκύπτουν ενδέχεται να έχουν κοινά σημεία. Η βίωση ενός χωρισμού για παράδειγμα έχει διαπιστωθεί ότι θα μπορούσε να συμβαδίσει με το μοντέλο των Τεσσάρων Φάσεων του Πένθους, ορισμένες από τον John Bowlby και τον Colin Murray Parkes. Σύμφωνα με το Bowlby (1961) λοιπόν, η πρώτη φάση  χαρακτηρίζεται από Σοκ και Μούδιασμα. Ο άνθρωπος που βιώνει τη μετάβαση και πενθεί, κλονίζεται και αντιδρά στην απώλειά του, ανήμπορος να την αποδεχτεί και να φροντίσει τον εαυτό του. Στη δεύτερη φάση υπάρχει μια έντονη προσήλωση στο πρόσωπο που πέθανε, στο αντικείμενο ή στην περίοδο της ζωής που ξεθώριασε, που αλλάζει. Νοσταλγία και Αναζήτηση είναι οι δύο συνθήκες που επικρατούν και το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με το κενό που αφήνει πίσω ο θάνατος ή η εκάστοτε περίσταση μετάβασης. Ακολουθεί η φάση της Απόγνωσης και της Απελπισίας. Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο και το παρελθόν δε μπορεί να επιστρέψει. Ο πενθών αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό και δε μπορεί να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητά του. Τελευταία φάση, αυτή της Αναδιοργάνωσης, όπου κάποιοι άνθρωποι δημιουργούν νέες συνθήκες και αναδιαμορφώνουν τη ζωή τους. Ένα ακόμη ψυχολογικό μοντέλο μεταβάσεων είναι αυτό της Sugarman με τα εξής στάδια: Ακινητοποίηση, Αντίδραση, Ελαχιστοποίηση, Αμφιβολία για τον εαυτό, Αποδοχή, Δοκιμές, Αναζήτηση νοήματος και Ενσωμάτωση. Όσο η έρευνα βέβαια προχωρά γίνεται σαφές ότι υπάρχει λίγη υποστήριξη για τις θεωρίες συγκεκριμένων σταδίων ως αντίδραση στην απώλεια. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν από άτομο σε άτομο και λίγοι περνούν τα στάδια με μία αδιατάρακτη ψυχολογική γραμμικότητα. Ως εκ τούτου η προσωπική εμπειρία που φέρνει ο κάθε θεραπευόμενος, η μοναδική περιγραφή και η σταδιακή διερεύνηση εντός του θεραπευτικού πλαισίου διαφέρει σημαντικά από άνθρωπο σε άνθρωπο και από προσέγγιση σε προσέγγιση.

Χρειάζεται επίσης να αναφερθεί ότι ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου παρέχει ένα γόνιμο πεδίο για μελέτη γύρω από το στρες και την προσαρμογή στις αλλαγές. Αντίθετα με πολλές αγχώδεις εμπειρίες, ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι μη αναστρέψιμος. Ουσιαστικά, το πώς ο καθείς θα αντιμετωπίσει μία δύσκολη συνθήκη που ανακύπτει στη ζωή του δεν ορίζεται εύκολα. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο είδος αντιμετώπισης. Η άρνηση για παράδειγμα κατανόησης ή αντιμετώπισης αυτού που συμβαίνει μπορεί να είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης για κάποιους ενώ για άλλους όχι. Με λίγα λόγια, όπως πρεσβεύει και το μοντέλο ευαλωτότητας στο στρες οι ψυχολογικές αντιδράσεις του ατόμου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το διαθέσιμο ρεπερτόριο γνωστικών, συναισθηματικών και ψυχικών αποθεμάτων που διαθέτει, το οποίο εντέλει θα οδηγήσει στην εμφάνιση ή μη της προσδοκώμενης ψυχοσυναισθηματικής ανθεκτικότητας. Η νοσταλγία επίσης αποτελεί έναν τρόπο αντιμετώπισης. Για κάποιους δύναται να είναι μία θετική διαδικασία. Όταν κάποιος δηλαδή σκέφτεται κάτι ευχάριστο από το παρελθόν του υπάρχει θετικό αντίκτυπο και τού δίνεται έναυσμα να αναπτυχθεί. Όταν όμως νοσταλγείς πράγματα που σου προκαλούν μοναξιά, τότε αυτό δε σε αφήνει να εξελιχθείς.

Διαβάζοντας κανείς το Δήμιο του έρωτα (Irvin Yalom) στέκεται αναπόφευκτα στο χωρίο: «Ανακάλυψα ότι τέσσερα δεδομένα έχουν ιδιαίτερη συνάφεια με την ψυχοθεραπεία: Το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι’ αυτούς πού αγαπάμε. Η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε. Η έσχατη μοναχικότητά μας. Και, τέλος, η απουσία οποιασδήποτε προφανούς σημασίας ή νοήματος στη ζωή. Όσο μελαγχολικά και να φαίνονται αυτά τα δεδομένα, εμπεριέχουν τούς σπόρους της σοφίας και της λύτρωσης. Μ’ αυτές τις δέκα ιστορίες ψυχοθεραπείας ελπίζω να δείξω ότι είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε τις αλήθειες της ύπαρξης και να χαλιναγωγήσουμε την ισχύ τους προς όφελος της προσωπικής μας αλλαγής και ωρίμασης.» (Yalom, 2003, σ.15). Και αυτή η αντιμετώπιση και χαλιναγώγηση θα έλεγε κανείς μπορούν να αποτελέσουν μία βασική οδό της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.